αμόλευτος

αμόλευτος
-η, -ο [μολεύω]
1. ο μη μολεμένος, αμόλυντος
2. ηθικά αμόλυντος, ενάρετος
3. ανόθευτος, γνήσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμόλευτος — η, ο αυτός που δε μολύθηκε, αγνός: Η περιοχή αυτή είναι ακόμη αμόλευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμόλυντος — η, ο αμόλευτος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”